εἴκελον

εἴκελον
εἴκελος
like
masc acc sg
εἴκελος
like
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • MOSYCHLUS — mons Lemni, in quo fornax Vulcani, de quo Hesych. et Nicander in Theriacis v. 472. Η῾ Σάου, ἤε Μοσύχλου. Ubi Scholiastes haec citat ex Antimacho: Η῎φαίςτου πυρὶ εἴκελον, ἣν ῥα τιτύσκες Δαίμων ἀκροτάταις ὄρεος κορυφαῖσι Μοσύχλου. Quales in summa… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενδαίω — (I) ἐνδαίω (Α) 1. ανάβω μέσα σε κάποιον («γλυκὺν ἡμιθέοισιν πόθον ἔνδαιεν Ἥρα» η Ήρα άναβε γλυκό πόθο μέσα στην ψυχή τών ημιθέων) 2. φρ. α) «ἐν δέ οἱ ὄσσε δαίεται» τα μάτια του έκαιγαν, έβγαζαν σπίθες β) «βέλος δ ἐνεδαίετο κούρῃ φλογὶ εἴκελον» το …   Dictionary of Greek

  • φλόγα — Θερμικό και φωτεινό φαινόμενο, που συνοδεύει την καύση αερίων. Τα υγρά και τα στερεά (πετρέλαιο, ξύλο κλπ.) καίγονται με φ. μόνο αν, με τη θερμότητα, δώσουν αεριώδη προϊόντα αποσύνθεσης. Η φωτεινότητα μιας φ. εξαρτάται από την παρουσία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”